κακοπαίρνω

κακοπαίρνω
κακοπήρα, κακοπάρθηκα, κακοπαρμένος
1. παίρνω κάτι σαν κακό, το παρεξηγώ: Του είπα πως είναι αψός κι αυτός το κακοπήρε.
2. φέρνομαι με κακό τρόπο, αποπαίρνω: Μην τον κακοπαίρνεις, γιατί άλλος φταίει κι όχι αυτός.
3. είμαι δυσμαθής: Τα κακοπαίρνει τα γράμματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοπαίρνω — 1. παίρνω κάτι στραβά, παρερμηνεύω, παρεξηγώ 2. συμπεριφέρομαι σκληρά και απότομα σε κάποιον, αποπαίρνω 3. αντιλαμβάνομαι δύσκολα, είμαι δυσμαθής («τά κακοπαίρνει τα γράμματα») …   Dictionary of Greek

  • κακοπιάνω — 1. παρεξηγώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω 2. πιάνω κάτι άσχημα, αδέξια 3. συμπεριφέρομαι βάναυσα, αγριεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”